μεμακρυσμένως

μεμακρυσμένως
μεμακρυσμένως (Α)
επίρρ. σε μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμακρυσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρήματος μακρύνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”